- χειμαίνω
- Α [χεῑμα]1. εκθέτω κάτι στις δυσμενείς καιρικές συνθήκες τού χειμώνα, χειμάζω*2. (αμτβ.) (για θάλασσα) είμαι φουρτουνιασμένος («θάλασσα... ἄγρια χειμήνασσα», Ανθ. Παλ.)3. (ως τριτοπρόσ.) χειμαίνεικάνει βαρυχειμωνιά4. μτφ. (για πρόσ.) διαταράσσω την ψυχική ηρεμία κάποιου, ταλαιπωρώ, βασανίζω5. παθ. χειμαίνομαι(κυρίως για πλοίο) ταλαιπωρούμαι από τρικυμία.
Dictionary of Greek. 2013.